1.8.10

 
Βαδίζοντας αντίθετα στο πλήθος είδε ένα σημάδι, ένα βλέμμα που όμως στράφηκε αλλού. Την γνώριζε ή μήπως όχι.
Αναρωτήθηκε αν θα μπορούσε να βρει κάποια αρχεία, όχι μαγνητικά, που να διατηρούνται, νά'χουν αποφύγει την αλλαγή, να ψάξει.
 
Τα παιδιά χάνονται. Τι αλαφράδα. Μόνο αυτά δεν έχουν βάρος. Γυρνάνε γύρω χωρίς να νοιάζονται.
 
Έγινε πάλι! Το ξέρει.
 
Τικ, τακ, τικ, τακ. 
Ντρρννν!
 
Το παιδί, τα παιδιά...
Πάλι η ζάλη, η εικόνα διαλύεται.
 
Για δες!
 
Φωνές. Είναι ένα παιδί, αναστατωμένο. Οι άλλοι σιωπούν, χαμογελούν αμήχανα. Δεν θέλουν να δουν αυτό που συμβαίνει. 
Σταματά. Το μεγαλύτερο παιδί καρφώνει το βλέμμα πίσω του. Κάνει ψύχρα.
 
Προτίμησε να ξοδέψει κάτι για να χορτάσει τη πείνα του. Ποπ-κορν. Ο πωλητής δεν του' δωσε σημασία. Οι σκέψεις του ηταν αλλού.  
 
Σκόνταψε, άνοιξε τα μάτια του, κάτι παιδιά τον κοίταξαν, προσπέρασαν.
Οι μικροπωλητές είχαν γεμίσει μικροπράγματα το δρόμο. Επιβίωση.
Ραδιοφωνάκια, κιάλια, παιχνίδια, εργαλεία, έψαξε λίγο.
Δεν είχε αρκετά χρήματα.



 
Έκλεισε τα μάτια. Ζαλιζόταν. Πόσων χρονων είμαι, αναρωτήθηκε. Πού γεννήθηκα; Οι γονείς μου; Κι αυτοί ποιοί είναι; Γιατί στριφογυρνούν μπροστά μου; Πότε; Τώρα;