7.7.10

Συνάντησε δύο κορίτσια, που έψαχναν για ένα μικρό ζώο, έναν άσπρο λαγό.
Βλέποντάς τες να τρων, θυμήθηκε την πείνα του. Αλλά δεν ήταν η ώρα.
Αναρωτήθηκε τι εντύπωση έδινε. Φαινόταν οτι έρχεται από αλλού; Είχαν καταλάβει την αλλαγή που πότιζε αργά τα πάντα;
 
Άκουσε την κραυγή της. Ποιός την απειλούσε; Κοίταξε γύρω του.
Μια μαύρη φιγούρα φρόντιζε ένα παιδί. Απομακρύνονταν.
 
Είχε έρθει το ξημέρωμα. Δεν το περίμενε. Μπλεγμένα κλαδιά γύρω του. 
Οι απότομες μεταβάσεις, μετά το συμβάν, του δημιουργούσαν ακόμα σύγχυση.
Έψαχναν στραμμένοι στο φως. Κρατούσαν κεριά. Αναζητούσαν ελπίδες σε παλιές τελετουργίες. Σιωπούσαν, μαζεμένοι κοντά ο ένας στον άλλο. Κοίταζαν.